άκρατος

άκρατος
(1ος αι. μ.Χ.). Απελεύθερος του Νέρωνα. Το 66 μ.Χ. ο αυτοκράτορας τον έστειλε στη Μικρά Ασία για να συλλέψει αναθήματα και να τα μεταφέρει στη Ρώμη. Ο Τάκιτος αναφέρει ότι ο Α. συνάντησε μεγάλη αντίσταση από τους κατοίκους της Περγάμου και ο Δίων ο Χρυσόστομος ότι σεβάστηκε την παράκληση των Ροδίων και δεν πήρε τα αναθήματα που κοσμούσαν τους ναούς τους.
* * *
-η, -ο (Α ἄκρατος, -ον) (Ν και ακράτος)
1. (συνήθ. για υγρά και κυρ. το κρασί) αμιγής, ανόθευτος, αγνός, ανέρωτος (στα αρχ. και χωρίς τη λ. οἶνος, ως ουσ.)
2. (μτφ. για καταστάσεις ή περιστάσεις) ακραιφνής, απόλυτος, γνήσιος
3. (για ανθρώπινες ιδιότητες ή αρετές) πραγματικός, αληθινός, ατόφιος
αρχ.
1. (για πράγματα) καθαρός, σκέτος
2. (για ανθρώπους ή συναισθήματα) υπερβολικός, βίαιος, ορμητικός
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄκρατον, καθαρότητα, έλλειψη νοθείας, αγνότητα
4. φρ. «ἄκρητοι σπονδαί», σπονδές από άκρατο οίνο
«οῑνος πάνυ ἄκρατος», πολύ δυνατό κρασί
5. (συγκρ. β.) ἀκρατέστερος και ἀκρατότερος, (υπερθ. β.) ἀκρατέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + -κρατὸς < κεράννυμι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκρασία, ἀκρατίζω ή ἀκρατίζομαι, ἀκρατότης.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκρατοκώδων, ἀκρατοπηγόβρυτος, ἀκρατοπότης, ἀκρατοφόρος
νεοελλ.
ακρατοθέρμες, ακρατοπηγές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • άκρατος — άκρατος, η, ο και ακράτος, η, ο 1. (για κρασί), αυτός που δεν είναι ανακατεμένος με νερό: Ήπιαμε ωραίο άκρατο κρασί. 2. (για μέταλλα), αυτός που είναι αμιγής, καθαρός: Του χάρισε ένα σταυρό από άκρατο μάλαμα. 3. (για ιδέες), τέλειος, πλήρης,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἄκρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρατος — ἄκρᾱτος , ἄκρατος unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άκρατος, Ιωάννης — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στο Διακοφτό. Αγωνίστηκε με τον Ανδρέα Λόντο και τον Δημήτριο Μελετόπουλο. Διακρίθηκε στις μάχες της Πάτρας, της Ακράτας και του Αγίου Ιωάννη Τζετζεβών. Τιμήθηκε με το χάλκινο αριστείο …   Dictionary of Greek

  • ἀκρητέστερον — ἄκρατος unmixed adverbial comp (ionic) ἄκρατος unmixed masc acc comp sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc comp sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρητέστατα — ἄκρατος unmixed adverbial superl (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc superl pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρητέστατον — ἄκρατος unmixed masc acc superl sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc superl sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀκράτω — Ἄκρατος masc nom/voc/acc dual Ἄκρατος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκρήτως — ἄκρατος unmixed adverbial (ionic) ἄκρατος unmixed masc/fem acc pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄκρητον — ἄκρατος unmixed masc/fem acc sg (ionic) ἄκρατος unmixed neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”